- χαρτοπαίζω
- αμετ. играть в карты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτοπαίζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαρτοπαίζω — Ν παίζω χαρτιά, παίζω παιχνίδια με τραπουλόχαρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος] … Dictionary of Greek
χαρτοπαίζω — χαρτόπαιξα, παίζω χαρτιά, είμαι χαρτοπαίχτης: Χαρτοπαίζει κάθε βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοπαικτώ — έω, Ν χαρτοπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα Ιήτη] … Dictionary of Greek